Μυρωδιά κλιβάνου.
Αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, έχουμε πάει για καλοκαιρινές διακοπές σ’ ένα νησί των Κυκλάδων και μένουμε σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά δωμάτια και κήπο. Τότε πίστευα ότι οι καλοκαιρινές διακοπές είναι κάτι δεδομένο για όλους από πάντα. Αργότερα έμαθα ότι τα μπάνια του λαού καθιερώθηκαν την δεκαετία του τριάντα, συχνά με την μορφή προνοιακού βοηθήματος.
Ένα από τα δωμάτια του σπιτιού το νοικιάζει ο Αντώνης ο οδοντίατρος και λειτουργεί ως οδοντιατρείο. Τα πρωινά χαζεύω τα περιοδικά στην αίθουσα αναμονής-κυρίως Ταχυδρόμος με Κύρ και Μπόστ-με μυρωδιές από κλίβανο αποστείρωσης και γαρυφαλέλαιο να ανακατεύονται με τις μυρωδιές των λουλουδιών του κήπου.
Μια μέρα ο οδοντίατρος δεν έχει δουλειά και πιάνουμε συζήτηση. Με ρωτάει αν γνωρίζω κάποιον λαό που του έχουν πάρει την πατρίδα του. Μάλλον επηρεασμένος από τον Μικρό Σερίφη αναφέρω τους Ινδιάνους. Δεν ήταν αυτή η απάντηση που είχε στο μυαλό του ο Αντώνης ο οδοντίατρος με τα μαλλιά κολλημένα με μπριγιαντίνη.
Αναφερόταν στους Παλαιστίνιους και είπε αρκετά πράγματα, δεν θυμάμαι αν χρησιμοποίησε τις λέξεις γενοκτονία και αδικία, μα αυτό ήταν το νόημα.
Δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα από τότε –τα καλοκαιρινά μπάνια τηρούνται με μια ψυχαναγκαστική εμμονή, οι παλαιστίνιοι σφαγιάζονται ανηλεώς- μα το φετινό καλοκαίρι έχει μόνο μια μυρωδιά κλιβάνου αποστείρωσης χωρίς το άρωμα των λουλουδιών του κήπου, κι εγώ δεν έχω καμμία όρεξη για διακοπές φέτος.