Τσικνοπέμπτη
Ο Γιάννης είχε παλιότερα μια σχέση με την Άννα που ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερή του. Πήγαν μαζί να ζήσουν σε μια επαρχιακή πόλη όπου ο Γιάννης εργάστηκε στο τοπικό εργοστάσιο.
Η δουλειά του όμως δεν τον ικανοποιούσε και οι κοινωνικές σχέσεις ήταν δύσκολες στην ελληνική επαρχία του ΄70.
Η αδερφή του που ήταν μεγαλύτερη και ήταν η μόνη του οικογένεια μετά τον θάνατο της μητέρας του διαφωνούσε με την σχέση του . Έτσι ο Γιάννης επέστρεψε στην πρωτεύουσα για να ξεφύγει από την επαρχία που είναι κατά τον ίδιο, η καταστροφή του ανθρώπου.
Μετά από πέντε-έξι χρόνια η αδερφή του, έκανε στον Γιάννη προξενιό την Μαίρη μια νεότατη εμφανίσιμη, φτωχή κοπέλα.
Στο μεταξύ ο Γιάννης είχε γίνει περιζήτητος στη δουλειά του. Παντρεύτηκε την Μαίρη και έφτιαξαν ένα μεγάλο σπίτι στα βόρεια προάστια. Η Μαίρη γκρίνιαζε γιατί ο Γιάννης έλειπε συνέχεια για δουλειές. Με την προτροπή ενός συμβούλου γάμου περιόρισε σημαντικά την επαγγελματική του δραστηριότητα και ουσιαστικά συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα στα πενήντα του.
Μια φορά την εβδομάδα επισκεπτόταν ψυχολόγο και διάβαζε βιβλία όπως το «πώς να πετύχετε στον δεύτερο γάμο σας».
Ξαφνικά μια Τσικνοπέμπτη παρουσίασε ανικανότητα.
Επισκέφθηκε ουρολόγο αλλά οι εξετάσεις δεν έδειξαν οργανικό αίτιο. Πήγε ακόμα και σε ψυχίατρο, πήρε αντικαταθλιπτικά που βελτίωσαν κάπως την διάθεσή του αλλά το πρόβλημα δεν λύθηκε.
Δέκα χρόνια μετά τον γάμο του με την Μαίρη ξανασυνάντησε την Άννα στην κοπή της πίτας του συλλόγου των συντοπιτών της στην πρωτεύουσα όπου λέει ότι πήγε τυχαία. Χωρίς να το επιδιώξει βρέθηκαν να έχουν στενές επαφές για δυο-τρεις φορές για να θυμηθούν τα παλιά. Όμως η Μαίρη τον απείλησε με χωρισμό κι έτσι ο Γιάννης διέκοψε για δεύτερη φορά με την Άννα. Η προοπτική μιας ζωής χωρίς σεξ του φαινόταν δυσβάσταχτη, η αδερφή του όμως τον παρηγορούσε: ο άνθρωπος όλα τα αντέχει.